smog

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

smog (en) (δεν έχει πληθυντικό)


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

smog (fr) αρσενικό