soin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Βασκικά (eu)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

soin (eu)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
soin soins

soin (fr) αρσενικό

  1. η επιμέλεια
  2. η μέριμνα
  3. η φροντίδα

Συγγενικά[επεξεργασία]