solid

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός solid
συγκριτικός more solid
υπερθετικός most solid

Ετυμολογία [επεξεργασία]

solid < παλαιά γαλλική solide < λατινική solidus < solum (γη)

Επίθετο[επεξεργασία]

solid (en)

  1. ατόφιος, συμπαγής
  2. πολύ καλός, εξαιρετικός
  3. σκληρός
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hard

Πηγές[επεξεργασία]