solidarity

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

solidarity (en)

κατάλληλες προθέσεις

[επεξεργασία]
  • solidarity with (someone)