sollicitude

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
sollicitude sollicitudes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sollicitude (fr) θηλυκό

  1. η μέριμνα
  2. η στοργή