somerloĝejo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | somerloĝejo | somerloĝejoj |
αιτιατική | somerloĝejon | somerloĝejojn |
somerloĝejo (eo)