sponge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sponge < αγγλοσαξονική spunge < λατινική spongia < αρχαία ελληνική σπογγιά, συγγενικό με τη λέξη σπόγγος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈspʌnd͡ʒ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
sponge sponges

sponge (en)