stab

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
stab stabs

stab (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας stab
γ΄ ενικό ενεστώτα stabs
αόριστος stabbed
παθητική μετοχή stabbed
ενεργητική μετοχή stabbing

stab (en)