statue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
statue | statues |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]statue (en)
- το άγαλμα
- ↪ Roman mansions were decorated with statues.
- Οι ρωμαϊκές επαύλεις ήταν διακοσμημένες με αγάλματα.
- ↪ Roman mansions were decorated with statues.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]statue (fr) θηλυκό
Δανικά (da)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]statue (da) κοινό