statue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Statue
      ενικός         πληθυντικός  
statue statues

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

statue (en)

  • το άγαλμα
    Roman mansions were decorated with statues.
    Οι ρωμαϊκές επαύλεις ήταν διακοσμημένες με αγάλματα.



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

statue (fr) θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

statue (da) κοινό