statuette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]statuette (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
statuette | statuettes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]statuette (fr) θηλυκό
- το αγαλματάκι, το αγαλματίδιο, το αγαλμάτιο, το ειδώλιο