statuette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

statuette (en)



      ενικός         πληθυντικός  
statuette statuettes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

statuette (fr) θηλυκό