stay over
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | stay over |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stays over |
αόριστος | stayed over |
παθητική μετοχή | stayed over |
ενεργητική μετοχή | staying over |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
stay over (en)
- μένω, κοιμάμαι στο σπίτι κάποιου για λίγο
- ↪ Can you stay over til Monday?
- Μπορείς να μείνεις ως τη Δευτέρα;
- ↪ Can you stay over til Monday?