stick

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
stick sticks

stick (en)

  1. ράβδος, βέργα
  2. μπαστούνι, βακτηρία
  3. κόλλα
  4. ξυλιά
  5. (ιδιωματισμός) ιστιοσανίδα
  6. (ιδιωματισμός) τσιγαριλίκι

Παράγωγα

[επεξεργασία]
ενεστώτας stick
γ΄ ενικό ενεστώτα sticks
αόριστος stuck
παθητική μετοχή stuck
ενεργητική μετοχή sticking
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

stick (en)

  1. (μεταβατικό) κολλάω
    Stick on these labels.
    Κόλλα αυτές τις ετικέτες.
     συνώνυμα:  affix, attach, glue, paste και tape
  2. (αμετάβατο) κολλάω
    The meat stuck to the pan.
    Το κρέας κόλλησε στην κατσαρόλα.
     συνώνυμα: jam
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) χώνω, σπρώχνω ένα αιχμηρό αντικείμενο σε κάτι
    He stuck pins in my chair.
    Έχωσε καρφίτσες στην καρέκλα μου.
    The needle was stuck in my finger.
    Το βελόνι μου χώθηκε στο δάχτυλο.
    I found a nail stuck in the tire.
    Βρήκα ένα καρφί χωμένο στο λάστιχο.
  4. (μεταβατικό, ανεπίσημο) περνάω, βάζω, χώνω
    He stuck his hand/head through the bars.
    Πέρασε το χέρι/κεφάλι του μέσα από τα κάγκελα.
    He stuck a flower behind his ear/in his buttonhole.
    Έχωσε ένα λουλούδι στο αυτί του/στη μπουτουνιέρα του.
     συνώνυμα: put
  5. δένω
  6. μπήγω
  7. σπρώχνω

Σύνθετα

[επεξεργασία]

phrasal verbs:

Συγγενικά

[επεξεργασία]