stimulating
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]stimulating (en)
- ερεθιστικός, που ερεθίζει το ενδιαφέρον
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]stimulating (en)
stimulating (en)
stimulating (en)