stoel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αφρικάανς (af)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stoel (af)
- η καρέκλα
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stoel (nl) κοινό
- η καρέκλα
Δυτικά φριζικά (fy)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stoel (fy)
- η καρέκλα