straw

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

straw (en) (χωρίς παραθετικά)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
straw straws

straw (en)

  1. το άχυρο, βλαστός δημητριακού
  2. το καλαμάκι