strive

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας strive
γ΄ ενικό ενεστώτα strives
αόριστος strove, strived
παθητική μετοχή striven, strived
ενεργητική μετοχή striving
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

Ρήμα[επεξεργασία]

strive (en)