strungã
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρωμουνικά (βλάχικα) (roa-rup)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- strungã < αλβανική shtrungë < πρωτοαλβανική *strungā < πιθανόν, πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sterh₃- (εξαπλώνω, διασκορπίζω), συγγενές με το (ρουμανικά) strungă. Επίσης, δείτε strungă & shtrungë στο αγγλικό Βικιλεξικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
strungã (roa-rup) θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Απόγονοι[επεξεργασία]
strungã (αρωμουνικά)