stupid

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός stupid
συγκριτικός stupider / more stupid
υπερθετικός stupidest / most stupid

Επίθετο[επεξεργασία]

stupid (en)

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

stupid (ro)

  1. χαζός, βλάκας, ανόητος

Επίρρημα[επεξεργασία]

stupid (ro)

  1. χαζά, βλακωδώς, ανόητα