stylesheet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
stylesheet < style + sheet

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /staɪlʃiːt/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /staɪlʃit/ (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
stylesheet stylesheets

stylesheet (en)

  • (διαδίκτυο, Web design) φύλλο τεχνοτροπίας
    ※  With an external stylesheet file, you can change the look of an entire website by changing just one file! [1]
    «Με ένα εξωτερικό αρχείο φύλλου τεχνοτροπίας, μπορείτε να αλλάξετε την εμφάνιση ενός ολόκληρου ιστότοπου αλλάζοντας μόνο ένα αρχείο!»


Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • stylesheet στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. (αγγλικά) CSS Introduction. Πρόσβαση 2020-11-07.