supposition
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
supposition | suppositions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- (μετρήσιμο) η υπόθεση, η πρόταση με την οποία υποθέτουμε
- ↪ Our suppositions were fully confirmed.
- Οι υποθέσεις μας επιβεβαιώθηκαν πλήρως.
- ↪ Our suppositions were fully confirmed.
- (μη μετρήσιμο) η υπόθεση, η πράξη του υποθέτω
- ↪ Your suspicions are based on supposition.
- Οι υποψίες σου βασίζονται σε υποθέσεις.
- ↪ Your suspicions are based on supposition.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη hypothesis
Πηγές[επεξεργασία]
- supposition - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 918. ISBN 9780194325684., λήμμα: υπόθεση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sy.pɔ.zi.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
supposition | suppositions |
supposition (fr) θηλυκό
- η υπόθεση (πρόταση με την οποία υποθέτουμε)