sweep

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας sweep
γ΄ ενικό ενεστώτα sweeps
αόριστος swept
παθητική μετοχή swept
ενεργητική μετοχή sweeping
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

sweep (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) σκουπίζω, καθαρίζω έναν χώρο χρησιμοποιώντας σκούπα
    I sweep the crumbs under the rug.
    Σκουπίζω τα ψίχουλα κάτω από το χαλί.
  2. (μεταβατικό) σκουπίζω, αφαιρώ κάτι από μια επιφάνεια χρησιμοποιώντας μια βούρτσα, το χέρι μου κτλ.
    I swept up the dead leaves.
    Σκούπισα τα ξερά φύλλα.
  3. (μεταβατικό) παίρνω, μετακινώ ή σπρώχνω κάποιον ή κάτι ξαφνικά και με πολλή δύναμη
    The waves swept him overboard.
    Τον πήραν τα κύματα από το πλοίο.
    The current swept everything in its path.
    Το ρεύμα πήρε τα πάντα στον δρόμο του.
    The floods swept many bridges away.
    Οι πλημμύρες πήραν πολλές γέφυρες.