syndic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
syndic | syndics |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]syndic (fr) αρσενικό
- υπεύθυνος μιας συνιδιοκτησίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη syndiquer