témoin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

témoin < λατινική testimonium

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /te.mwɛ̃/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
témoin témoins

témoin (fr) αρσενικό

  1. ο μάρτυρας
  2. η σκυτάλη
    → δείτε τη λέξη course de relais

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]