tailleur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
tailleur tailleurs

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
tailleur < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική - tailleor < taillier. Μορφολογικά αναλύεται σε taill(er) (κόβω) + -eur

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ta.jœʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tailleur (fr) αρσενικό