take apart
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | take apart |
γ΄ ενικό ενεστώτα | takes apart |
αόριστος | took apart |
παθητική μετοχή | taken apart |
ενεργητική μετοχή | taking apart |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
take apart (en)
- λύνω, χωρίζω ένα μηχάνημα ή ένα κομμάτι εξοπλισμού στα διάφορα μέρη από τα οποία είναι κατασκευασμένο
- ↪ He had taken apart his watch and was now trying to put it back together.
- Είχε λύσει το ρολόι του και τώρα προσπαθούσε να το μοντάρει.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη disassemble
- ≠ αντώνυμα: piece together
- ↪ He had taken apart his watch and was now trying to put it back together.