tanker

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
tanker tankers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
tanker < tank + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tanker (en)

  1. (ναυτικός όρος) δεξαμενόπλοιο, τάνκερ
    → δείτε και τον όρο oil tanker
  2. (στρατιωτικός όρος) o αρματιστής· η αρματίστρια
    → δείτε και τη λέξη tankman



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
tanker < (άμεσο δάνειο) αγγλική tanker

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tanker (fr) αρσενικό