taon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
taon < toon < δημώδης λατινική tabo < λατινική tabanus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tɑ̃/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
taon taons

taon (fr) αρσενικό

  1. (εντομολογία) η βοϊδόμυγα
  2. (εντομολογία) η αλογόμυγα

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]