tarama

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ta.ʁa.ma/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tarama taramas

tarama (fr) αρσενικό