teardrop
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]teardrop (en)
- το δάκρυ
Επίθετο
[επεξεργασία]teardrop (en)
- δακρύσχημος, δακρυοειδής, δακρύμορφος, δακρυμορφικός, δακρυσχήματος, δακρυσχηματικός
- που έχει μορφή-σχήμα σαν δάκρυ