tehnic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- tehnic < (άμεσο δάνειο) γαλλική technique < αρχαία ελληνική τεχνικός
Επίθετο[επεξεργασία]
tehnic (ro)
Επίρρημα[επεξεργασία]
tehnic (ro)