tendency

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tendency tendencies

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tendency (en)

  • η ροπή, η τάση
    I have a tendency to catch colds.
    Έχω ροπή προς τα κρυολογήματα.
    He has the tendency to gain fat.
    Έχει τάση να παχύνει.
    There is the natural human tendency to embellish the past.
    Υπάρχει η φυσική τάση του ανθρώπου να εξωραΐζει το παρελθόν.

Πηγές[επεξεργασία]