terrible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tɛ.ʁibl/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
terrible terribles

terrible (fr) αρσενικό ή θηλυκό



Επίθετο

[επεξεργασία]

terrible (es)



Επίθετο

[επεξεργασία]

terrible

  1. τρομερός

Συγγενικά

[επεξεργασία]