textile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

textile (en)

  1. ύφασμα

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
textile textiles

textile (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κλωστοϋφαντουργικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
textile textiles

textile (fr) αρσενικό