thermomètre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
thermomètre thermomètres

Ετυμολογία [επεξεργασία]

thermomètre < thermo- + -mètre

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɛʁ.mɔ.mɛtʁ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

thermomètre (fr) αρσενικό