tiger
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tiger | tigers |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tiger (en)
- (θηλαστικό ζώο) ο τίγρης, η τίγρη
- ↪ The tiger devoured its prey.
- Η τίγρη καταβρόχθισε τη λεία της.
- ↪ The tiger devoured its prey.