tréma

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
tréma trémas

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
tréma < points tremaz < αρχαία ελληνική τρῆμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tréma (fr) αρσενικό

  1. τα διαλυτικά, σημείο στίξεως που δείχνει ότι το φωνήεν που προηγείται προφέρεται ξεχωριστά
    maïs et mosaïque s'écrivent avec un i tréma