traducteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /tʁa.dyk.tœʁ/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]traducteur (fr) αρσενικό, (θηλυκό traductrice (fr))
traducteur (fr) αρσενικό, (θηλυκό traductrice (fr))