tragedia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tragedia (es) θηλυκό
- η τραγωδία (κυριολεκτικά και μεταφορικά)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tragedia | tragedie |
tragedia (it) θηλυκό
- η τραγωδία (κυριολεκτικά και μεταφορικά)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tragedia (pl) θηλυκό
- η τραγωδία (κυριολεκτικά και μεταφορικά)