tuck into
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | tuck into |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tucks into |
αόριστος | tucked into |
παθητική μετοχή | tucked into |
ενεργητική μετοχή | tucking into |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
tuck into (en)
- (ανεπίσημο, βρετανικά αγγλικά) ρίχνομαι στο φαΐ, τρώω πολύ φαγητό, ειδικά γρήγορα και με ενθουσιασμό
- ↪ They tucked into the meatballs.
- Ρίχτηκαν στους κεφτέδες.
- ↪ They tucked into the meatballs.
Πηγές[επεξεργασία]
- tuck into - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: ρίχνω