turf

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
turf turfs / turves

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

turf (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο χλοοτάπητας, ο χορτοτάπητας
    the turf of the stadium’s playing field - ο χορτοτάπητας του αγωνιστικού χώρου του σταδίου
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η τύρφη
     συνώνυμα: peat
  3. (μη μετρήσιμο, ανεπίσημο) η περιοχή, το μέρος όπου ζει ή εργάζεται κάποιος, ειδικά όταν το θεωρεί δικό του
    the salesman’s turf - η περιοχή ενός πλασιέ



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

turf (nl)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

turf (fy)