turf
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
turf | turfs / turves |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]turf (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο χλοοτάπητας, ο χορτοτάπητας
- ↪ the turf of the stadium’s playing field - ο χορτοτάπητας του αγωνιστικού χώρου του σταδίου
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η τύρφη
- (μη μετρήσιμο, ανεπίσημο) η περιοχή, το μέρος όπου ζει ή εργάζεται κάποιος, ειδικά όταν το θεωρεί δικό του
- ↪ the salesman’s turf - η περιοχή ενός πλασιέ
Πηγές
[επεξεργασία]
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]turf (nl)
Δυτικά φριζικά (fy)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]turf (fy)