union

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
union unions

Ετυμολογία [επεξεργασία]

union < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική union

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈjuːnjən/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

union (en)

  1. το σωματείο, μια οργάνωση εργαζομένων, συνήθως σε μια συγκεκριμένη βιομηχανία, που υπάρχει για την προστασία των συμφερόντων τους, τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας κτλ.
    She is the president of the workers’ union.
    Είναι η πρόεδρος του σωματείου των εργατών.
     συνώνυμα:  labor union και trade union
  2. η ένωση, μια ομάδα κρατών ή χωρών που έχουν την ίδια κεντρική κυβέρνηση ή που συμφωνούν να συνεργαστούν
    the European Union - η Ευρωπαϊκή Ένωση
  3. (θεωρία συνόλων) ένωση συνόλων
    σύμβολο:
     αντώνυμα: intersection (σύμβολο: )
    συγγενικό: difference
    δείτε επίσης: union (set theory) στην αγγλική Βικιπαίδεια
    union (set theory), εικόνες στα Wikimedia Commons
  4. (βάσεις δεδομένων), (στη σχεσιακή άλγεβρα) ένωση σχέσεων

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • union στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

union (fr)θηλυκό

  1. η ένωση
  2. ο γάμος
  3. η εταιρεία
  4. η σύνδεση
  5. το σμίξιμο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • union στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια