uva

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈu.βa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

uva (es) (ούβα) θηλυκό



      ενικός         πληθυντικός  
uva uve

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
uva < λατινική uva

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈu.va/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

uva (it) θηλυκό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
uva < λείπει η ετυμολογία Πιθανώς από το ug-va, συγγενές με την (αρχαία ελληνική) ὑγρός ή ὑγιής

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈuː.wa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

uva (la) θηλυκό

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική uva uvae
γενική uvae uvārum
δοτική uvae uvīs
αιτιατική uvam uvās
κλητική uva uvae
αφαιρετική uvā uvīs
(α' κλίση)