uwaga
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | uwaga | uwagi |
γενική | uwagi | uwag |
δοτική | uwadze | uwagom |
αιτιατική | uwagę | uwagi |
οργανική | uwagą | uwagami |
τοπική | uwadze | uwagach |
κλητική | uwago | uwagi |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]uwaga (pl) θηλυκό
- η προσοχή
- βιβλιογραφικά η παρατήρηση (συνήθως στον πληθυντικό)
Επιφώνημα
[επεξεργασία]uwaga (pl)
- προσοχή!, πρόσεξε!