uwaga

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική uwaga uwagi
γενική uwagi uwag
δοτική uwadze uwagom
αιτιατική uwa uwagi
οργανική uwa uwagami
τοπική uwadze uwagach
κλητική uwago uwagi

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /uˈvaɡa/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

uwaga (pl) θηλυκό

  1. η προσοχή
  2. βιβλιογραφικά η παρατήρηση (συνήθως στον πληθυντικό)

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

uwaga (pl)

Συγγενικά

[επεξεργασία]