vallée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
vallée vallées

Ετυμολογία [επεξεργασία]

vallée < λατινική vallis

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /va.le/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

vallée (fr)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]