vecteur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
vecteur vecteurs

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

vecteur (fr) αρσενικό

  1. (μαθηματικά) το διάνυσμα
  2. ο φορέας