vertigo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vertigo (en)

  • ίλιγγος που προκαλείται όταν κάποιος κοιτάζει προς τα κάτω από μεγάλο ύψος από βλάβη στο λαβύρινθο



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
vertigo < λατινική vertigo

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vertigo (fr) αρσενικό

  1. ασθένεια των αλόγων, μηνιγγοεγκεφαλίτιδα που προκαλεί άτακτες κινήσεις, στροβιλισμούς
  2. (μεταφορικά) και (παρωχημένο) αναποδιά, τρέλα, καπρίτσιο

Συγγενικά

[επεξεργασία]