virbovo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | virbovo | virbovoj |
αιτιατική | virbovon | virbovojn |
virbovo (eo)
- (θηλαστικό ζώο) ο ταύρος