viro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | viro | viroj |
αιτιατική | viron | virojn |
viro (io)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Ιντερλίνγκουα (ia)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
viro (ia)
Ίντο (io)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
viro (io)
Φινλανδικά (fi)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
viro (fi)
- τα εσθονικά, η εσθονική γλώσσα