vivre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vivʁ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
vivre vivres

vivre (fr) αρσενικό

  1. (στον πληθυντικό) τα τρόφιμα
  2. (παρωχημένο) η ζωή
  3. (παρωχημένο) η τροφή

Ρήμα[επεξεργασία]

vivre (fr)

Συγγενικά[επεξεργασία]