vodka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vodka (en)

  1. βότκα



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vodka (eu)

  1. βότκα



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vodka (fr) θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vodka (da)

  1. βότκα



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vodka (es)

  1. βότκα



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vodka (it)

  1. βότκα



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vodka (ca)

  1. βότκα



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vodka (no)

  1. βότκα



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vodka (sk) θηλυκό

  1. η βότκα



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vodka (sv)

  1. βότκα



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vodka (cs) θηλυκό

  1. η βότκα